- λεπτόπρυμνος
- λεπτό-πρυμνος, ον,A with slender stern,
ναῦς B.16.119
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναῦς B.16.119
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόπρυμνος — λεπτόπρυμνος, ον (Α) (για πλοίο) αυτό που έχει λεπτή, κομψή πρύμνη («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εύ πρυμνος, ταχύ πρυμνος] … Dictionary of Greek
λεπτόπρυμνον — λεπτόπρυμνος with slender stern masc/fem acc sg λεπτόπρυμνος with slender stern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek